- τριήραρχος
- ο, ΝΑ(στην αρχ. Αθήνα) εύπορος πολίτης ο οποίος ήταν υποχρεωμένος να εξοπλίσει τριήρη και να την κυβερνήσει ο ίδιος ή αντικαταστάτης τουαρχ.ο κυβερνήτης τριήρους.[ΕΤΥΜΟΛ. < τριήρης + -αρχος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριήραρχος — captain of a trireme masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριήραρχος — ο 1. ο κυβερνήτης τριήρους (βλ. λ.). 2. πλούσιος πολίτης στην αρχαία Αθήνα, που υποχρεωτικά εξόπλιζε τριήρη, την οποία κυβερνούσε ο ίδιος ή αντικαταστάτης του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Триерарх — (τριήραρχος) командир военного корабля (см. Триерархия) … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
τριηράρχοις — τριήραρχος captain of a trireme masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηράρχοισι — τριήραρχος captain of a trireme masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηράρχου — τριήραρχος captain of a trireme masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηράρχους — τριήραρχος captain of a trireme masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηράρχων — τριήραρχος captain of a trireme masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηράρχῳ — τριήραρχος captain of a trireme masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριήραρχοι — τριήραρχος captain of a trireme masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)